ἀνήκεστος

ἀνήκεστος
ἀνήκεστος
incurable
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανήκεστος — η, ο (Α ἀνήκεστος, ον) [ακέομαι] 1. ανίατος, αθεράπευτος, ανεπανόρθωτος 2. αφόρητος, βαρύς, μεγάλος 3. (για πρόσωπα) σκληρός, καταστρεπτικός, αδυσώπητος …   Dictionary of Greek

  • ανήκεστος — η, ο (στερητ. αν + ακεστός = που μπορεί να γιατρευτεί), αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος: Αποφυλακίστηκε κάποιος προσωρινά, για να μην πάθει, μένοντας στη φυλακή, ανήκεστη βλάβη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνηκέστως — ἀνήκεστος incurable adverbial ἀνήκεστος incurable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνήκεστον — ἀνήκεστος incurable masc/fem acc sg ἀνήκεστος incurable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστοις — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστοισι — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστου — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστους — ἀνήκεστος incurable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστων — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστῳ — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”